ρεζίλης

ρεζίλης
[рэзилис] ουσ. а смешной, нелепый человек,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρεζίλης" в других словарях:

  • ρεζίλης — ο ο ντροπιασμένος, ο καταγέλαστος: Έγινε ρεζίλης σ όλο το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • ρεντίκολο — το (λ. ιταλ.), αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ο ρεζίλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»